-
1 дренаж
1. (действие) η αποστράγγιση, η αποξήρανση 2. (система) η αποστράγγιση 3. мед. η δραίνωσηη εξαγωγή του πύου ή άλλου υγρού με σωληνάκιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дренаж
-
2 корм
1. (пища животных) η ζωοτροφή, η φορβή, η νομή брикетированный - πρε-σαριστή - (σε μπρικ)гранулированный - πρεσαριστή - σε γράνουλες/σφαιρίδια2. (кормление) το τάισμα, η ταγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корм